σβάρνα

σβάρνα
η борона;

§ παίρνω σβάρνα — а) сносить, сметать всё на своём пути; — б) обходить всё подряд;

πήρε σβάρνα τα μαγαζιά — он обежал все магазины


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σβάρνα" в других словарях:

  • σβάρνα — η, Ν 1. συρόμενο από ελκυστήρα ή από υποζύγιο γεωργικό εργαλείο, εφοδιασμένο με άκαμπτες ή ενδοτικές ακίδες, με το οποίο ισοπεδώνεται το οργωμένο έδαφος, θρυμματίζονται οι βώλοι και εμφυτεύονται κοκκώδη υλικά, κυρίως λιπάσματα ή σπόροι, ο… …   Dictionary of Greek

  • σβάρνα — η (λ. σλαβ.) 1. είδος γεωργικού εργαλείου που χρησιμοποιείται για το σπάσιμο των σβόλων και το σιάξιμο του χωραφιού μετά το όργωμα. 2. φρ., «Τα παίρνω σβάρνα», παρασύρω και ρίχνω κάτω: Πήρε σβάρνα τις καρέκλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οκίστια — ὀκίστια, τὰ (Α) πιθ. βέλη ή σβάρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η σημ. τής λ. είναι «σβάρνα», τότε συνδέεται πιθ. με λατ. occa «σβάρνα» και τη λ. ὀξίνη «είδος γεωργικού εργαλείου»] …   Dictionary of Greek

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • σβαρνίζω — και σβαρνώ, άω, Ν [σβάρνα] 1. θρυμματίζω τους βώλους τού χώματος με την σβάρνα, βωλοκοπώ 2. μτφ. α) περιστρέφω κάτι με ταχύτητα β) (ιδίως σχετικά με άνθρωπο) κυλώ κάποιον καταγής, σύρω, παρασύρω («τόν έπιασε από τον λαιμό και τόν σβάρνισε κάτω») …   Dictionary of Greek

  • Метатеза плавных в славянских языках — Метатеза плавных[1]  общеславянское фонетическое изменение. Заключается в устранении праславянских сочетаний *TorT, *TolT, *TerT, *TelT в середине слова и сочетаний *orT, *olT в начале слова (где T  любой согласный). Возможно, вызвано… …   Википедия

  • ασβάρνιστος — η, ο [σβαρνίζω] (για αγρό) αυτός τον οποίο δεν έχουν σβαρνίσει ή δεν έχουν ισοπεδώσει με τη σβάρνα …   Dictionary of Greek

  • βωλοκόπι — το [βωλοκόπος] γεωργικό εργαλείο με το οποίο θραύονται οι βώλοι του χώματος μετά το όργωμα, η σβάρνα …   Dictionary of Greek

  • εκκαλάμωση — η επιφανειακή καλλιέργεια τού εδάφους με σβάρνα ή εκκαλαμωτή για να αναστραφούν η καλαμιά και τα ζιζάνια …   Dictionary of Greek

  • οξίνα — ὀξινα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑόν τι γεωργικὸν σιδηροῡς γόμφους ἔχον, ἑλκόμενον ὑπὸ βοῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. που ανάγεται σε IE *ogetā «σβάρνα» και συνδέεται με λατ. occa, αρχ. γαλατ. ocet, βρετον. oged, αρχ. άνω γερμ. egida, λιθουαν …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»